- ἐὔστικτος
- ἐὔστικτος, ον,A variegated, Opp.C.1.336.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύστικτος — εὔστικτος, ον (ΑΜ) μσν. καθαρά, με σαφήνεια σημαδεμένος («τῶν χρόνων εὔστικτα σημεῑα») αρχ. με ποικιλία χρωμάτων («εὐστίκτῃσι περὶ χροιῇσι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στικτος (< στίζω «σημαδεύω»), πρβλ. κατά στικτος, λευκό στικτος] … Dictionary of Greek